< 1 βροχίς
βρόχισμα >
2 βροχίς
,
-ίδος, ἡ
vasija
εὐμέλανος β.
tintero
,
AP
6.295 (Phan.)
•
prob. de una urna funeraria
IG
12(3).1232.10 (Melos, imper.).
• Etimología:
V. βρέχω.